- αφόρετος
- αφόρηγος, η , ο , αφόρηος, α, ο1) неношеный, новый; 2) непригодный для носки; плохо сшитый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφόρετος — αφόρετος, η, ο και αφόρηγος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει φορεθεί, ο άβαλτος: Έχεις κι ένα κουστούμι αφόρετο. 2. αυτός που δεν είναι για να φορεθεί: Όπως σου το κανε το ρούχο είναι αφόρετο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφόρετος — η, ο [αφόρητος] (για ρούχα) 1. αυτός που δεν έχει φορεθεί ακόμη, αμεταχείριστος 2. ακατάλληλος να φορεθεί … Dictionary of Greek
άβαλτος — η, ο [βαλτός] 1. αυτός που δεν έχει βαλθεί, τοποθετηθεί στη θέση για την οποία προορίζεται 2. (για φυτά, δέντρα) αφύτευτος 3. (για ενδύματα ή υποδήματα) αμεταχείριστος, αφόρετος 4. μτφ. αυτός που ενεργεί αυτόβουλα, χωρίς να είναι όργανο κάποιου… … Dictionary of Greek
αφόρητος — η, ο (AM ἀφόρητος, ον) ανυπόφορος, αβάσταχτος αρχ. 1. ακαταμάχητος 2. αφόρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φορητός < φορώ ( έω) < φέρω] … Dictionary of Greek
άβαλτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον έβαλαν να κάνει κάτι: Ό,τι έκαμε το έκαμε άβαλτος, όχι βαλτός. 2. αφόρετος, αμεταχείριστος: Τα ρούχα που φόρεσε ήταν άβαλτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)